περιαίρω — περϊαίρω , περί αἴρω attach pres subj act 1st sg περϊαίρω , περί αἴρω attach pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαιρῶ — περιαιρέω take away something that surrounds pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιαιρέω take away something that surrounds pres ind act 1st sg (attic epic doric) περϊαιρῶ , περιαιρέω take away something that surrounds pres subj act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαίρω — Α σηκώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αἴρω «σηκώνω»] … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
συμπεριαιρώ — έω, Μ [περιαιρῶ] περιαιρώ* συγχρόνως … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
περιαίρεμα — τὸ, Α [περιαιρώ] καθετί που αφαιρείται από το γύρω μέρος … Dictionary of Greek
περιαίρεσις — έσεως, ἡ, ΝΑ [περιαιρώ] μσν. άνοιγμα («ἡ περιαίρεσις τῆς θύρας») (αρχ) 1. η αφαίρεση από το γύρω μέρος («περιαίρεσις φλοιοῡ», Θεόφρ.) 2. μετακίνηση, απομάκρυνση 3. εκτομή 4. η αφαίρεση τών αγαθών από κάποιο πρόσωπο … Dictionary of Greek
περιαιρετός — ή, ό / περιαιρετός, ή, όν, ΝΑ [περιαιρώ] αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» η ανεμόσκαλα β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.) … Dictionary of Greek